
Ένα βαρετό απόγευμα. Ζέστη αποπνικτική. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στο διάβασμα αλλά τελικά το παρατάω. Παίρνω τηλέφωνα φίλους, μπας και κανονίσουμε κανένα καφεδάκι στα γρήγορα αλλά όλοι διαβάζουν για την εξεταστική που πλησιάζει.
Και μιας και δεν βρήκα παρέα αποφάσισα να πάω για πρώτη φορά στη ζωή μου σινεμά μόνη μου. Ομολογώ πως πάντα το θεωρούσα πολύ θλιβερό. Αρκετές φορές έχει τύχει να σηκώνομαι στο τέλος της ταινίας, να κατευθύνομαι προς την έξοδο συζητώντας παράλληλα με κάποια φίλη και να βλέπω την ίδια στιγμή να βγαίνει από την αίθουσα μια κοπέλα εντελώς μόνη. Για κάποιον παράξενο λόγο πάντα τα λυπόμουν αυτά τα άτομα. Ίσως γιατί εγώ η ίδια φοβάμαι τη μοναξιά...Πολύ...
Τελικά η βραδιά αποδείχτηκε εντελώς αντίθετο από ότι την περίμενα. Και η μόνη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό για να την χαρακτηρίσω είναι σουρεάλ. Έφτασα στην Muntplein, κλείδωσα το ποδήλατό μου πάνω σε μια γέφυρα, προσέχοντας όπως πάντα να μη πέσουν τα κλειδιά μέσα στο κανάλι και κατευθύνθηκα να βρω τον κινηματογράφο, μιας και δεν είχα ξαναπάει στο συγκεκριμένο.
Μου πήρε λίγη ώρα μέχρι να το βρω, όχι όμως επειδή βρισκόταν σε κάποιο άγνωστο δρόμο, κάθε άλλο. Όμως πέρασα τρεις φορές απ' έξω, χωρίς να καταλάβω ότι ήταν αυτό. Στην πραγματικότητα δεν ήταν απλώς ένα σινεμαδάκι σαν τα άλλα. Βρέθηκα να ανεβαίνω τα σκαλιά ενός κινηματοθεάτρου. Το κτήριο ήταν πολύ παλιό, αλλά όπως με κανένα κτήριο στο Άμστερνταμ έτσι και με αυτό δεν μπορώ να προσδιορίσω ούτε προσεγγιστικά την ηλικία του. Και αυτό γιατί δίπλα δίπλα μπορεί να στέκονται δυο κτήρια ολόιδιας αρχιτεκτονικής με διαφορά ηλικίας διακοσίων χρονών! Μπήκα λοιπόν μέσα και αναζήτησα το μηχάνημα πώλησης εισιτηρίων. Μάταια όμως, δεν υπήρχε! Αντί αυτού υπήρχε το κλασικό ταμείο με τζαμάκι, σαν αυτά που βλέπεις στο σινεμά σε κάποια παλιά γαλλική ταινία. Όμως ήταν κλειστό. Προχώρησα εσωτερικό, σε ένα μεγάλο χολ. Ήταν σαν να μεταφέρθηκα σε θέατρο του 18ου αιώνα. Χαμηλά φώτα, τείχη με επένδυση από σκούρο ξύλο, στη μέση μια μεγάλη μαρμάρινη σκάλα και παντού κόκκινο χαλί, αλλά όχι αυτό το ψεύτικο που έχει στο Village. Βγήκα έξω και με έκπληξη είδα ότι έβρεχε καταρρακτωδώς! Αυτό δεν το είχα υπολογίσει! Όταν έφευγα ούτε που σκέφτηκα να πάρω αδιάβροχο, αφού ο καιρός ήταν απλά τέλειος. Αρχικά είπα να περιμένω λίγο μπας και σταματούσε. Όμως αυτή την εποχή βρέχει σπάνια και για αρκετή ώρα, έτσι προτίμησα να γυρίσω σπίτι. Ξεκίνησα λοιπόν να τρέχω προς το ποδήλατό μου. Άκουσα δυο τύπους που στέκονταν κάτω από ένα υπόστεγο να χαζογελάνε πίσω από την πλάτη μου και τους αγνόησα. Μέχρι να φτάσω στο ποδήλατο τα πόδια μου είχαν ήδη βραχεί. Άναψα τα φωτάκια και ξεκίνησα να φύγω άρων άρων. Η καταιγίδα φαινόταν να χειροτερεύει. Αστραπές και βροντές από παντού και εγώ είχα μισή ώρα δρόμο μπροστά.

Εκείνη τι στιγμή σαν να άλλαξε ξαφνικά κάτι για μένα. Δεν είχε νόημα να προσπαθώ να αποφύγω την βροχή, αφού έτσι και αλλιώς θα γινόμουν μούσκεμα. Έκοψα απότομα ταχύτητα και σήκωσα το πρόσωπό μου προς τον ουρανό να υποδεχτώ την βροχή. Άφησα τις σταγόνες να κυλήσουν στα μάγουλα και το λαιμό μου. Ένιωθα το νερό να στάζει από τις βλεφαρίδες και τα μαλλιά μου και μια περίεργη γεύση από βροχή και χώμα στο στόμα μου. Χαμογέλασα. Αισθάνθηκα μια απέραντη ελευθερία, σαν να ήμουν πάλι μικρό κοριτσάκι που διασκέδαζε με τις μικρές σκανδαλιές του. Η βροχή ξέπλενε την κούραση και το άγχος τον τελευταίων ημερών. Ξεγύμνωνε την ψυχή μου ολόκληρη αφήνοντάς την ακάλυπτη, απροστάτευτη. Επέλεξα πιο μακρινή αλλά απείρως ομορφότερη διαδρομή μέσα από τα κανάλια. Δεν βιαζόμουν πλέον. Είχα όλο το χρόνο του κόσμου δικό μου.


.jpg)
.jpg)

