Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009


Χριστούγεννα '05 ή '06 πρέπει να ήταν. Καθόμασταν με τον ξάδερφό μου τον E. στον καναπέ του σαλονιού μου με ένα μπουκάλι κρασί και ανοίγαμε τις ψυχές μας. Καιρό είχαμε να βρεθούμε και όπως πάντα είχαμε κάμποσα να πούμε. Το μπουκάλι άδειαζε σιγά σιγά. Είχαμε βολευτεί, εκείνος είχε απλώσει τα πόδια του στο τραπεζάκι του σαλονιού και εγώ ακουμπούσα το κεφάλι μου στην κοιλιά του και κοιτουσα το ταβάνι. Έξω χιόνιζε. Περίεργο, θυμάμαι αυτές τις λεπτομέρειες αλλά δεν θυμάμαι καθόλου τι ακριβώς λέγαμε, μόνο ότι λέγαμε όπως πάντα για τους ερωτικούς μας προβληματισμούς. Ωραία ήταν. Αλλά κάτι με έτρωγε και εκείνος προσπαθούσε να μου ανεβάσει την ψυχολογία. Την επόμενη μέρα λίγο πριν φύγει και πάλι για Αθήνα μου έδωσε ένα χαρτί διπλωμένο στα δύο. Κάθε φορά που το διαβάζω εντυπωσιάζομαι πόσο επίκαιρο είναι ενώ γράφτηκε τόοοοοσο παλιά. Το ξετρύπωσα στα συρτάρια μου στο τελευταίο μου ταξίδι σπίτι. Ιδού λοιπόν:

"Ό έρωτας ούτε γεννιέται και ολοκληρώνεται μονομιάς, όπως ο θυμός, ούτε περνάει και φεύγει γρήγορα, παρόλο που λένε πως έχει φτερά. Αντίθετα, φουντώνει σιγά σιγά, σχεδόν σαν να λιώνει μέσα μας. Και από τη στιγμή που αγγίζει την ψυχή, μένει εκεί για πολύ καιρό και σε μερικούς ανθρώπους δεν ησυχάζει ούτε και όταν γεράσουν, αλλά παραμένει ακμαίος, φρέσκος και θαρραλέος, ακόμα και όταν ασπρίσουν τα μαλλιά τους. Αν πάλι σβήσει και διαλυθεί, επειδή μαράθηκε από τον χρόνο και ύστερα από λογικές σκέψεις, δεν εγκαταλείπει ούτε τότε ολότελα την ψυχή, αλλά αφήνει μέσα της καμένο υλικό και θερμά αποτυπώματα, όπως ακριβώς οι κεραυνοί αφήνουν πίσω τους φωτιά που σιγοκαίει. Η λύπη όταν πάψουμε να είμαστε λυπημένοι, δεν αφήνει κανένα σημάδι στην ψυχή, ούτε η άγρια οργή μας, όταν υποχωρήσει η έξαψη της επιθυμίας, όσο βίαια και αν μας συγκλονίζει, επίσης καταλαγιάζει. Αντίθετα, οι λαβωματιές του έρωτα, ακόμη και αν απομακρυνθεί το θηρίο, δεν χάνουν το κεντρί τους, αλλά προκαλούν πρήξιμο στα κομμάτια της ψυχής. Και κανείς δεν ξέρει τι ήταν, πως ξεκίνησε και από που εφόρμησε εναντίον της ψυχής."
Πλούταρχος