Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Από την αρχή...




Σκοτεινό δωμάτιο... Στέκεσαι στην γωνία, δίπλα στο παράθυρο. Σταματώ στην πόρτα και σε κοιτάζω. Πόσος καιρός πέρασε;! Έχω χάσει το μέτρο... Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει, όμως δεν τολμώ να σε πλησιάσω. Τα δάχτυλά μου έχουν λησμονήσει πια την αφή σου, μόνο εκείνη η αίσθηση όταν κάθομαι μπροστά σου παραμένει απαράλλαχτη.

Στέκεσαι στην γωνία, δίπλα στο παράθυρο. Χαμογελάω. Αν μπορούσες θα μου χαμογελούσες και εσύ. Κάνω δυο βήματα και ύστερα δυο ακόμη. Σε αγγίζω. Περίεργη η αφή σου, απαλή, αλλιώς την θυμόμουν. Κάθομαι μπροστά σου ξανά μετά από τόσα χρόνια. Έχω ξεχάσει πως πρέπει να σε αγγίζω, δεν πειράζει όμως, είμαι έτοιμη να μάθω. Από την αρχή.

Άσπρο και μαύρο, εναλλάξ. Αγγίζω τα πλήκτρα με τις άκρες των δακτύλων μου... Πόσος καιρός έχει περάσει;! Κλείνω τα μάτια και αφήνω τα δάχτυλά μου να ερευνήσουν την επιφάνειά σου. Άσπρο και μαύρο, εναλλάξ.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που στάθηκα μπροστά σου, πριν από πολλά πολλά χρόνια, σε κάποιο σπίτι. Στεκόμουν στις μύτες για να μπορώ να φτάσω τα πλήκτρα. Από εκείνη τη στιγμή ήξερα κατά βάθος ότι θα αναπτύξουμε μια ιδιαίτερη σχέση εμείς οι δύο, σχέση αγάπης και μίσους. Ύστερα, να παίζω ασκήσεις και κλίμακες για μέρες, εβδομάδες. Κάποτε σε μίσησα. Έκλεισα το καπάκι για χρόνια. Και ύστερα έφυγα.

Και να που σε ξαναβρίσκω, εντελώς αναπάντεχα. Στέκεσαι στην γωνία, δίπλα στο παράθυρο και εγώ για πρώτη φορά μετά από χρόνια τολμώ να αφεθώ, άλλωστε δεν ακούει κανείς. Και δεν πειράζει που δεν θυμάμαι πολλά. Είμαι έτοιμη να μάθω. Από την αρχή.

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009


Βροχή... Πάλι βροχή... Νομίζεις πως δεν θα τελειώσει ποτέ. Σαν να έχει ανοίξει ο ουρανός από πάνω και προσπαθεί να ξεπλύνει όλη την κούραση. Περίεργος καιρός, καταθλιπτικός, ποτέ δεν θα τον συνηθίσεις. Μαθαίνεις όμως να εκτιμάς τις ηλιόλουστες μέρες. Και όταν σταματάει η βροχή πάντα βγαίνει το ουράνιο τόξο.

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Αργοπορημένη ανάρτηση...

Εικοσιπέντε... Αριθμός περίεργος... Αποτελείται από δύο πρώτους. Και αν τα αθροίσεις, πάλι πρώτο σου βγάζει στο αποτέλεσμα. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι πρώτοι αριθμοί... Σαν να τους λείπει κάτι...
Εικοσιπέντε... Είναι και το τετράγωνο του πέντε, όπως οι εργάσιμες μέρες... Σαν αυτές που περνάς στο γραφείο χωρίς να καταλάβεις για πότε τέλειωσε η βδομάδα... Και έτσι ο χρόνος κυλά με ιλιγγιώδη ταχύτητα... Σαν να έχεις ανέβει σε μια μηχανή και τρέχεις με 250...Δεν καταλαβαίνεις πλέον τι είναι αυτό που βλέπεις μπροστά. Τα μαλλιά ανεμίζουν και το μόνο για το οποίο νοιάζεσαι είναι να μη φτάσεις ποτέ στον προορισμό, να τρέχεις έτσι για πάντα!
Εικοσιπέντε... Και αν προσθέσεις και άλλη εργάσιμη βδομάδα πας στα τριάντα... Εδώ είμαστε! Δεν απέχουμε και πολύ απ'τα "-άντα"...
Εικοσιπέντε... Το ένα τέταρτο του αιώνα... Θυμάμαι πως κορόιδευα τον Γ. όταν έφτασε στο δικό του τέταρτο, μου φαινόταν τόσο πολύ τότε... Αλλά είπαμε, ο χρόνος τρέχει. Σαν την άμμο της κλεψύδρας πάνω στο τζάκι. Φτάσαμε... Μα είπαμε, δεν θέλω!

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009


Χριστούγεννα '05 ή '06 πρέπει να ήταν. Καθόμασταν με τον ξάδερφό μου τον E. στον καναπέ του σαλονιού μου με ένα μπουκάλι κρασί και ανοίγαμε τις ψυχές μας. Καιρό είχαμε να βρεθούμε και όπως πάντα είχαμε κάμποσα να πούμε. Το μπουκάλι άδειαζε σιγά σιγά. Είχαμε βολευτεί, εκείνος είχε απλώσει τα πόδια του στο τραπεζάκι του σαλονιού και εγώ ακουμπούσα το κεφάλι μου στην κοιλιά του και κοιτουσα το ταβάνι. Έξω χιόνιζε. Περίεργο, θυμάμαι αυτές τις λεπτομέρειες αλλά δεν θυμάμαι καθόλου τι ακριβώς λέγαμε, μόνο ότι λέγαμε όπως πάντα για τους ερωτικούς μας προβληματισμούς. Ωραία ήταν. Αλλά κάτι με έτρωγε και εκείνος προσπαθούσε να μου ανεβάσει την ψυχολογία. Την επόμενη μέρα λίγο πριν φύγει και πάλι για Αθήνα μου έδωσε ένα χαρτί διπλωμένο στα δύο. Κάθε φορά που το διαβάζω εντυπωσιάζομαι πόσο επίκαιρο είναι ενώ γράφτηκε τόοοοοσο παλιά. Το ξετρύπωσα στα συρτάρια μου στο τελευταίο μου ταξίδι σπίτι. Ιδού λοιπόν:

"Ό έρωτας ούτε γεννιέται και ολοκληρώνεται μονομιάς, όπως ο θυμός, ούτε περνάει και φεύγει γρήγορα, παρόλο που λένε πως έχει φτερά. Αντίθετα, φουντώνει σιγά σιγά, σχεδόν σαν να λιώνει μέσα μας. Και από τη στιγμή που αγγίζει την ψυχή, μένει εκεί για πολύ καιρό και σε μερικούς ανθρώπους δεν ησυχάζει ούτε και όταν γεράσουν, αλλά παραμένει ακμαίος, φρέσκος και θαρραλέος, ακόμα και όταν ασπρίσουν τα μαλλιά τους. Αν πάλι σβήσει και διαλυθεί, επειδή μαράθηκε από τον χρόνο και ύστερα από λογικές σκέψεις, δεν εγκαταλείπει ούτε τότε ολότελα την ψυχή, αλλά αφήνει μέσα της καμένο υλικό και θερμά αποτυπώματα, όπως ακριβώς οι κεραυνοί αφήνουν πίσω τους φωτιά που σιγοκαίει. Η λύπη όταν πάψουμε να είμαστε λυπημένοι, δεν αφήνει κανένα σημάδι στην ψυχή, ούτε η άγρια οργή μας, όταν υποχωρήσει η έξαψη της επιθυμίας, όσο βίαια και αν μας συγκλονίζει, επίσης καταλαγιάζει. Αντίθετα, οι λαβωματιές του έρωτα, ακόμη και αν απομακρυνθεί το θηρίο, δεν χάνουν το κεντρί τους, αλλά προκαλούν πρήξιμο στα κομμάτια της ψυχής. Και κανείς δεν ξέρει τι ήταν, πως ξεκίνησε και από που εφόρμησε εναντίον της ψυχής."
Πλούταρχος

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009


Νύχτα... Βγαίνουν στην παραλία και απομακρύνονται από την φασαρία του beach bar. Περπατάνε ώσπου οι ήχοι της μουσικής ίσα που φτάνουν στα αυτιά τους. Μαζεύουν ξύλα και ανάβουν φωτιά. Σκύβουν και οι δύο και φυσάνε εναλλάξ για να δυναμώσει η φλόγα. Κάθονται στην αμμουδιά και κοιτάνε τη φωτιά σιωπηλά. Ακούνε το κύμα να σκάει λίγο πιο κάτω. Εκείνη πετάει βότσαλα στην θάλασσα και χαμογελάει κρυφά ακούγοντάς τα να πέφτουν στο νερό. Νιώθει λίγο άβολα με την παρουσία εκείνου του άγνωστου άντρα στο πλευρό της. Εκείνος αντιλαμβάνεται την σημασία της σιωπής της και προσπαθεί να την κάνει να νιώσει πιο άνετα. Της διηγείται ιστορίες φανταστικές. Αυτή που της αρέσει περισσότερο μιλάει για μια γυναίκα που είχε πεθάνει και ο αγαπημένος της κατέβηκε στον κάτω κόσμο για να την κλέψει από τον Χάρο. Της δείχνει τους αστερισμούς του μυθικού ζευγαριού. Η νύχτα μοιάζει σαγηνευτική και εκείνη αφήνει την φωνή του άντρα να την παρασύρει. Ξαπλώνουν και κοιτάνε τα αστέρια. Ο μαύρος ουρανός τους σκεπάζει και η σελήνη τους παρακολουθεί από ψηλά. Εκείνος της δείχνει το milky way, κάτι που νόμιζε πως ήταν δημιούργημα φαντασίας των αθεράπευτα ρομαντικών υπάρξεων. Τελικά όμως υπάρχει! Σαν ένα ασημογκρίζο πέπλο ριγμένο στο σκοτεινό ουρανό στολισμένο με μικρές πλατινένιες στάλες των αστεριών. Εκείνη χαμογελάει. Δεν ξέρει τίποτα για τα αστέρια και την αιχμαλωτίζουν τα λόγια του. Εκείνος μιλάει αργά και όμορφα, με μικρές παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις. Λέει πως τα αστέρια ενώ φαίνεται να είναι κοντά τελικά δεν επηρεάζουν καθόλου το ένα το άλλο. Ακούγεται λυπημένος. Εκείνη θέλει να του πει ότι θα ήθελε να την επηρέαζε, να μην ήταν σαν τα αστέρια. Όμως σωπαίνει. Ακούει τα λόγια του με προσοχή και ταξιδεύει...

Η φλόγα σβήνει και εκείνος ρίχνει και άλλα ξύλα. Η κοπέλα ακουμπάει το κεφάλι της στα γόνατά του και σχεδόν γουργουρίζει σαν μικρή γατούλα όταν εκείνος ανακατεύει τα μαλλιά της. Σύντομα αποκοιμιέται στην αγκαλιά του ενώ εκείνος συνεχίζει να χαϊδεύει τα μαλλιά της. Συνεχίζει να χαμογελάει ακόμα και στον ύπνο της. Αισθάνεται μια απερίγραπτη γαλήνη, σαν να επιστρέφει η χαμένη αθωότητά της...Τίποτα δεν φαίνεται να την ενοχλεί.

Ξυπνάει όταν ο ουρανός έχει αρχίσει να ανοίγει. Μια ελαφριά ομίχλη έχει απλωθεί παντού. Κάπου στον ορίζοντα μπορείς να μαντέψεις το πρώτο φως της αυγής. Η φωτιά έχει σχεδόν σβήσει και εκείνη αρχίζει να κρυώνει. Ο άντρας έχει αποκοιμηθεί και εκείνος δίπλα της. Συνειδητοποιεί ότι όλη την ώρα κοιμόταν με το κεφάλι της πάνω στο μπράτσο του. Θα πρέπει να έχει μουδιάσει. Προσπαθεί να τον ξυπνήσει σιγά όμως εκείνος δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται το παραμικρό. Αγγίζει με τις άκρες τον δαχτύλων της το μάγουλό του. Εκείνος χαμογελάει μέσα από τον ύπνο του. Τον σπρώχνει απαλά στον ώμο και του ψιθυρίζει σιγανά στο αυτί να ξυπνήσει. Εκείνος ανοίγει τα μάτια του απότομα, φαίνεται να μην καταλαβαίνει που βρίσκεται. Του δίνει χρόνο να ξυπνήσει εντελώς και ύστερα αρχίζουν να ανηφορίζουν το λοφάκι πίσω από την παραλία. Λίγο πριν χωρίσουν εκείνος την τραβάει στην αγκαλιά του και της δίνει ένα γλυκό φιλί στο λαιμό. Τα χείλη του ίσα που αγγίζουν το δέρμα της. Στις πρώτες πρωινές ακτίνες στέκονται αγκαλιασμένοι. Της ψιθυρίζει ένα "Ευχαριστώ" ακουμπώντας τα χείλη του στον κρόταφό της. Εκείνη του απαντάει από μέσα της "Σε ευχαριστώ και εγώ για την υπέροχη νύχτα που μου χάρισες"... Ύστερα χάνεται στην ομίχλη...

Κυριακή 12 Ιουλίου 2009

Το μαγικό νησί


Χρόνια τώρα σχεδίαζα αυτή την εκδρομή. Άκουγα από την μικρή τι ωραίο που είναι το μέρος, έβλεπα φωτογραφίες και ζήλευα στα κρυφά. Έτσι όταν φέτος είδα την ανακοίνωση για το International Capoeira Camp στο νησί δεν χρειάστηκε να το ξανασκεφτώ. Θα ήταν ο τέλειος συνδυασμός! Πήρα τηλέφωνο τη Lua και τα κανονίσαμε όλα σε 2 μέρες. Αποφάσισα πως θα έπαιρνα μόνο τα πιο βασικά, ούτε ζεστά ρούχα δεν πήρα καλά - καλά.


Το βράδυ της Πέμπτης πήραμε το τραίνο για Αλεξανδρούπολη και στις 7 το πρωί ήμασταν ήδη εκεί. Ύστερα από μερικές ώρες αναμονής πήραμε το καραβάκι για τη Σαμοθράκη, το νησί που αποδείχθηκε από τα πιο μαγικά σε όλο το Αιγαίο!

Μετά από περίπου μιάμιση ώρα το αντικρίσαμε στον ορίζοντα. Όσο αυτό μεγάλωνε με έπιανε η αμφιβολία αν μπήκαμε στο σωστό καράβι. Θα δανειστώ τα λόγια του Κ.: "Φάγαμε ένα κρούσμα αρχικά, αφού στην κουβέντα εν πλω από τους παλαιότερους ακούσαμε ότι το νησί είναι μεστο δάσος και καταπράσινο. Όταν αντικρίσαμε μια έρημη βραχονησίδα κάτι δεν μας κολλούσε".


Κατεβήκαμε στο λιμάνι όπου ήδη μας περίμεναν capoeiristas που είχαν φτάσει την προηγούμενη μέρα. Παίξαμε μια δίωρη roda και ύστερα επιβιβαστήκαμε σε κάτι αγροτικά για να ανεβούμε προς το camping. Στο δρόμο επιτέλους είδαμε το πράσινο που ακούγαμε από όλους. Τελικά ανακαλύψαμε ότι το νησί είναι μαγικό. Παρουσιάζεται ως ξερονήσι για να απωθεί τους τουρίστες και υποδέχεται μόνο όσους είναι πραγματικά αποφασισμένοι να το επισκεφθούν. Για αυτά τα λίγα άτομα έχει φυλάξει τα πιο φανταστικά τοπία, παλαιά πλατάνια που 10 άτομα δεν φτάνουν για να τα αγκαλιάσουν, κρυστάλλινα νερά στους καταρράκτες, σκοτεινές και παγωμένες βάθρες, βαθιές σπηλιές, δροσερά ποταμάκια και φως... Απίστευτο φως, που διαπερνάει τα κλαδιά δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα γλυκιά, δροσερή και ζαλιστική, ιδανική για ξεκούραση!



Περάσαμε 4 μέρες γεμάτες ήλιο και θάλασσα, ποτό και φωτιά, ξενύχτι και μουσική, capoeira και μπάνια. Κάθε φορά που ένιωθες να σκας από τη ζέστη έφτανε μόνο να διασχίσεις την παραλία γεμάτη βότσαλα μεταξύ του camping και της θάλασσας και να βουτήξεις. Ήταν πραγματικά υπέροχο!

Το νησί αποδείχθηκε μαγικό και για άλλον λόγο. Στο λιμάνι μας περίμενε μεγάλη έκπληξη. Μόλις κατεβήκαμε είδα δυο μπλε μάτια να με κοιτάνε χωρίς να με αναγνωρίζουν πίσω από τα γυαλιά ηλίου μου. "Δεν είναι δυνατόν! Η Zangada είναι!!!" και έτρεξα να αγκαλιάσω τη φίλη μου που είχα να τη δω από πέρσι τον Αύγουστο! Στεκόμασταν και οι τρεις αγκαλιασμένες, Zangada, Lua και Mulher Maravilha, το τρελό παρεάκι της προπέρσινης προπόνησης και με το ζόρι συγκρατούσαμε τα δάκρυα!

Tις μέρες που ακολούθησαν γνωρίσαμε πολλά παιδιά, όλοι διαφορετικοί, ο καθένας με την προσωπικότητά του. Ανάβαμε φωτιές και πίναμε κρασί μέχρι το πρωί. Οι μέρες ήταν γεμάτες κέφι, τραγούδι και προπονήσεις ενώ τις νύχτες ακούγαμε reggae μέχρι τα χαράματα κάτω από τον έναστρο ουρανό.

Για πρώτη φορά στη ζωή μου έκανα ελεύθερο camping. Περίμενα αρκετά πιο δύσκολη την εμπειρία, παρόλο που πάω οργανωμένο camping κάθε χρόνο. Παραδόξως το απόλαυσα! Ποτέ δεν με ενόχλησε λιγότερο το παγωμένο νερό και η παντελή απουσία ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ αρκετά γρήγορα συνήθισα την αλμύρα στο δέρμα και τα μαλλιά μου. Το μόνο πραγματικά ενοχλητικό που συναντήσαμε ήταν τα κουνούπια, τα οποία τολμώ να πω ήταν πιο αιμοβόρα από οπουδήποτε. Μας επιτίθενταν με τη δύση του ηλίου, λες και ήταν φανταστικά τέρατα, και δεν μας άφηναν σε ησυχία μέχρι το επόμενο πρωί!


Στην αρχή του μονοπατιού για τον "Φονιά" ανακαλύψαμε μια φοβερή ταβέρνα, τοποθετημένη κάτω από τα πλατάνια. Ένιωθες να βρίσκεσαι σε παραμυθένιο δάσος. Μικρά και μεγάλα ξύλινα τραπεζάκια εδώ και εκεί, χειροποίητα φωτιστικά πάνω από τα κεφάλια μας και απίστευτα άνετες αιώρες κρεμασμένες ανάμεσα στα δέντρα. Έτρωγες την φημισμένη ομελέτα (!!!) και ύστερα άραζες στην αιώρα για χαλάρωμα. Το μόνο που έλειπε ήταν ένας εξωτικός άντρας να σου κάνει αέρα με ένα φοινικόφυλλο! :P


  
Όταν ήρθε η Δευτέρα στεναχωριόμουν πολύ που έπρεπε να φύγουμε. Μόλις που είχα προλάβει να πιω από το μαγικό φίλτρο που μας ετοίμασε το νησί, όμως αυτές οι λίγες σταγόνες ήταν αρκετές για να με κάνουν να το ερωτευτώ για πάντα!



Κάναμε autostop στο δρόμο για το λιμάνι και εγώ παρακαλούσα να μη μας πάρει κανείς και να χάσουμε το καράβι προκειμένου να μείνουμε μια μέρα παραπάνω. Και οι ευχές μου σχεδόν εισακούστηκαν! Φτάσαμε στο λιμάνι 5 λεπτά πριν την αναχώρηση και δεν είχαμε εισιτήρια!Στο πρακτορείο μας είπαν ότι το καράβι είναι γεμάτο και δεν μας άφηναν να μπούμε. Xαιρόμουν και νευρίαζα ταυτόχρονα. Αφενός είχαμε φτάσει εγκαίρως οπότε θα ήταν κρίμα να μη μπαίναμε μέσα, αφετέρου ήθελα τόσο να μείνουμε λίγο ακόμα! Τελικά το σπίρτο ο Κ. έβγαλε εισιτήρια για μετά από 3 μέρες και πήγαμε να επιβιβαστούμε με την ελπίδα ότι κανείς δεν θα πρόσεχε την ημερομηνία, όπως και έγινε.

Ανέβηκα στο κατάστρωμα και κοιτούσα το νησί να απομακρύνεται. Τι περίεργο, πλέον δεν έμοιαζε με ξερονήσι, ήταν καταπράσινο. Σχεδόν μπορούσα να ακούσω τους θορύβους από τους 250 (!) καταρράκτες! Περίμενα να χαθεί εντελώς στον ορίζοντα και απομακρύνθηκα από την κουπαστή. Κάθισα σε μια γωνιά του καταστρώματος και έκλεισα τα μάτια. Από αυτή την στιγμή άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση για το επόμενο ταξίδι, το ταξίδι της επιστροφής στο μαγικό νησί.


Σάββατο 11 Ιουλίου 2009

Οι θησαυροί μου


Πόσους θησαυρούς χωράει ένα κουτί από παπούτσια? Εντελώς τυχαία ανακάλυψα ότι χωράει αμέτρητους! Κάτι έψαχνα στα κάτω ράφια της βιβλιοθήκης μου και ξαφνικά είδα ένα κουτί, πολύ άχαρο. Στο καπάκι έγραφε με άτσαλα κεφαλαία γράμματα "ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ". Παίζει να μην είχε ανοιχτεί από την μετακόμισή μας πριν από 4-5 χρόνια. Σήκωσα το καπάκι αργά. Τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν προσπαθούσα να μαντέψω κατά κάποιον τρόπο τι θα βρω μέσα, σαν να έπαιζα παιχνίδι με τον εαυτό μου. Όμως ότι και να είχα στο μυαλό μου, σίγουρα αυτά που βρήκα μέσα ήταν απείρως περισσότερα. Το κουτί περιείχε περίπου 6 χρόνια της ζωής μου! Όλη την εφηβεία μου ουσιαστικά! Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν τα δύο παλιά μου ημερολόγια. Οι κλειδαριές ακόμα δούλευαν όμως τα κλειδιά λείπανε. Θυμήθηκα το παλιό κόλπο που χρησιμοποιούσα για να ανοίγω το ημερολόγιο της μικρής αδερφής μου. Αναζήτησα ένα τσιμπιδάκι για τα μαλλιά και ύστερα από λίγο σκάλισμα κατάφερα να ανοίξω και τις δύο! Θρίαμβος! Άρχισα να διαβάζω το πρώτο και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Δεν το θυμόμουν ότι ήμουν τόσο θλιμμένο παιδί, μάλλον κανένας δεν με θυμόταν έτσι. Αλλά ακόμα και στην θλίψη μου πάντα ήμουν αισιόδοξη. Συνέχισα να διαβάζω και εικόνες περνούσαν μπροστά στα μάτια μου. Σχολικές τάξεις, εκδρομές, βόλτες, και οι τρεις μεγάλοι έρωτες του λυκείου. Τι έγινε, πως και πότε. Ονόματα, διάλογοι, σκέψεις... Όλα εκεί... Γραμμένα με προσοχή και λεπτομέρειες.

Πιο κάτω κάτι καρώ τετράδια από το γυμνάσιο ακόμα. Ανοίγω και μένω άφωνη. Είχα ξεχάσει ότι στα μαθήματα αντί να παρακολουθώ έγραφα ιστορίες και ποιήματα! Ιστορίες όμορφες, με μάγια και έρωτες. Ήμουν ονειροπόλα πολύ τελικά! Και να φανταστείς πάντα πίστευα πως πατάω γερά στη γη!

Βρήκα και μια κονκάρδα που είχα σουφρώσει από την παρέλαση που κάναμε δεν θυμάμαι σε ποια τάξη ακριβώς. 1ο Ε. Λ. Πολίχνης λέει επάνω.

Πιο κάτω 2 φωτογραφίες του Χρήστου. Μεγάααααλος έρως! Δυο χρόνια με ταλαιπώρησε χωρίς αποτέλεσμα! Τι ανώνυμα ραβασάκια, τι καρτούλες και αφιερώσεις αλλά τίποτα! Ανένδοτος! Δεν πειράζει, ακόμα και έτσι ήταν πολύ όμορφο. Ίσως η όλη ομορφιά να ήταν στην προσπάθεια κατάκτησης. Άλλωστε έχει σημασία το ταξίδι και όχι ο προορισμός.

Ακόμα πιο κάτω ένας λιλά φάκελος που μέσα περιέχει όλα τα γράμματα και τις καρτουλες από το Αστεράκι μου. Τα πάντα κρατημένα, ακόμα και τα πιο ασήμαντα σημειώματα. Όλα εκεί μέσα μαζί με κάτι εισιτήρια ΚΤΕΛ προς Καλλιθέα από διακοπές που είχαμε πάει το 2003 και ένα φυλλάδιο με τα δρομολόγια.

Σκόρπια βραχιολάκια από κλωστές. Δείγμα από την κολόνια που φορούσε το παιδί που ήταν η πρώτη μου σχέση. Μερικές πέτρες και κοχύλια που ούτε θυμάμαι που τα μάζεψα. Εισιτήρια από κινηματογράφο και από διάφορες εκδρομές που είχα πάει, τις μισές κρυφά από τους γονείς μου. Τετράδια ολόκληρα όπου έγραφα τα μηνύματα που μου έστελνε ο δεύτερος μου έρωτας. Αυτοκόλλητα και ψεύτικα tattoo.Χαρτιά με διάφορα κείμενα που είχα προσπαθήσει να γράψω κατά καιρούς, άλλα τελειωμένα και άλλα όχι. Ένα μικροσκοπικό μπουκαλάκι με άμμο που είχα σκοπό να το κάνω κρεμαστό αλλά πάντα ανέβαλα...Πρώτη σπασμένη χορδή από την κιθάρα μου.

Σχεδόν στον πάτο βρήκα και μια σελίδα με ένα κείμενο γραμμένο με μολύβι. Θυμάμαι ότι το είχα γράψει στο καράβι για Μυτιλήνη, όσο περίμενα να φτάσω στο λιμάνι. Θυμάμαι ακόμα ότι ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να γράψω αλλά δεν είχα χαρτί. Έψαξα στην θήκη της κιθάρας μου και τράβηξα από το ντοσιέ με τις συγχορδίες μια σελίδα στην οποία αποτυπώθηκε μόνο ο τίτλος του τραγουδιού χωρίς να φαίνονται οι στίχοι. Kithara.vu - Ο μαύρος γάτος. Σελ 3 από 3. 19.07.04
Διάβασα το κείμενο δυο φορές... Σαν ένα μικρό ημερολογιάκι :) Από τότε φαινόταν ότι έχω ιδιαίτερη αδυναμία στα αποσιωπητικά...

"3 ώρες... Λίγες σε σύγκριση με ένα μήνα αναμονής, τώρα όμως φαίνονται αιώνας...
Κατάστρωμα...Κόσμος όρθιος, καθισμένος, ξαπλωμένος...Οικογένειες, παρέες, μεμονωμένα άτομα...Τόσο διαφορετικοί μα όλοι περιμένουν να τελειώσει το ταξίδι...

Προορισμός μου ένα νησί σαν όλα τ'άλλα μέχρι πρόσφατα... Άγνωστο... Τώρα πια τα πράγματα έχουν αλλάξει...Είναι σαν να μου ανοίγεται ένας νέος κόσμος...Κόσμος μαγικός, γεμάτος εκπλήξεις, που με καλεί να τον εξερευνήσω...Τα γαλανά νερά του, τις κρυφές παραλίες με χρυσές αμμουδιές και το δροσερό αεράκι στην κορυφή του βουνού...

Καθώς το πλοίο διασχίζει την απέραντη θάλασσα κοιτάω τα νερά... Άραγε ποια μυστικά κρύβει ο βυθός? Άθελα το μυαλό μου πάει σε μύθους για βυθισμένα καράβια, θησαυρούς, πειρατές και τα θαλάσσια τέρατα...Το αεράκι δροσίζει το πρόσωπό μου κάνοντάς με να νιώθω μια απίστευτη ελευθερία!

Προσπαθώ να δω τη στεριά στον ορίζοντα αλλά το μόνο που βλέπω είναι το απέραντο γαλάζιο όπου και να κοιτάξεις και κάπου - κάπου κάνα πλοίο να περνάει.

Είναι υπέροχο να ξέρεις πως κάποιος σε περιμένει κάπου εκεί, πίσω από την θάλασσα, χιλιόμετρα μακρυά. Αυτό το συναίσθημα με γεμίζει χαρά και θέληση να πετάξω πάνω από την θάλασσα, να γίνω η ανάσα της, να φτάσω στο παράθυρό του και να ψιθυρίσω "Σ'αγαπώ" στον άγγελο που κοιμάται κάτω από τα λευκά σεντόνια. Θέλω να μετατραπώ σε ηλιαχτίδα, να αγγίξω και να ζεστάνω το μάγουλό του... Και όταν ξυπνήσει το τραγούδι του ανέμου να του μεταδώσει λόγια αγάπης και να του πει ένα παραμύθι...

Αργά ή γρήγορα το ταξίδι θα φτάσει στο τέλος του και εγώ στον προορισμό μου... Μελαγχολώ αλλά η σκέψη των ημερών που έρχονται φέρνει αμέσως το χαμόγελο στα χείλη μου..."

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Yunona and Avos

Κάτι με έπιασε σήμερα, μια νοσταλγική διάθεση. Κάτι τέτοια βράδια μου αρέσει ιδιαίτερα να βλέπω ταινίες από παλιό σοβιετικό κινηματογράφο. Ήταν μια περίοδος στην ιστορία του, κάπου ανάμεσα στα τέλη του '60 μέχρι μέσα του '80 που ήταν πραγματική χρυσή. Γυρίζανε ταινίες όλων των στυλ, με καταπληκτικά σενάρια και εξαιρετικούς ηθοποιούς. Ζούσες μαζί τους την ιστορία, γελούσες, ανησυχούσες και έκλαιγες.

Έτσι, καθώς έψαχνα τι ταινία θα ταίριαζε στην νωχελική μου διάθεση, θυμήθηκα μια ροκ-όπερα (ή μάλλον σύγχρονη όπερα την είχαν ονομάσει, γιατί το 83' όταν ανέβηκε πρώτα στο θέατρο η ροκ-μουσική ήταν απαγορευμένη στην Σοβιετική Ένωση), που συχνά-πυκνά ανέφερε ο μπαμπάς μου. Έλεγε ότι έπρεπε να το δω οπωσδήποτε και πάντα το ανέβαλλα, όπως συμβαίνει συχνά. Ο τίτλος της ήταν Yunona and Avos, ονομασία που συνειρμικά μου έφερνε στο μυαλό ένα ερωτευμένο ζευγάρι, την Yunona και τον Avos, σαν να λέμε Ρωμαίος και Ιουλιέτα ή Τριστάνος και Ιζόλδη.

Έπεσα όμως λίγο έξω. Yunona και Avos ήταν ονόματα δύο ρωσικών πλοίων. Το σενάριο βασίζεται σε πραγματική ιστορία η οποία ξεκινάει το 1806. Ο 42χρονος κόμης Riazanov, που στο παρελθόν έχει χάσει τη γυναίκα του, συνειδητοποιεί πως πλέον του έχει μείνει μόνο ή πατρίδα του και μετά από χρόνια καταφέρνει να πείσει τον αυτοκράτορα να του επιτρέψει να υπηρετήσει τη χώρα του ξεκινώντας ένα ταξίδι για το γύρω του κόσμου. Αφού παίρνει την άδεια, φεύγει με τα δυο πλοία προς της ακτές της Αμερικής. Κάποια στιγμή φτάνει στην Καλιφόρνια, η οποία τότε ήταν στην ισπανική κατοχή. Εκεί γνωρίζει την κόρη του κυβερνήτη, Conchita και των μέλλοντα σύζυγό της Federico. Στην γιορτή για τα δεκαταέκτα γενέθλια της Conchita οι δυο τους ερωτεύονται και την επόμενη νύχτα ο κόμης έρχεται στην κρεβατοκάμαρα της κοπέλας όπου εκείνη προσεύχεται και ακολουθεί νύχτα πάθους. Όμως ο κόμης πρέπει να αναχωρήσει από την Καλιφόρνια και οπωσδήποτε να συνεχίσει το ταξίδι του εντός ολίγων ημερών. Ο ιερέας στον οποίο εξομολογήθηκε η Conchita "την αμαρτία" της, το μετέφερε στον Federico ο οποίος κάλεσε τον Riazanov σε μονομαχία. Ο Federico τραυματίζεται θανάσιμα και πριν πεθάνει ζητάει από τον Riazanov να παντρευτεί την Conchita για να την σώσει από τον δημόσιο εξευτελισμό. Πριν αναχωρήσει ο Riazanov και η Conchita αρραβωνιάζονται και εκείνος βιάζεται να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα του για να πάρει άδεια από την ορθόδοξη εκκλησία να παντρευτεί καθολική. Όμως στο ταξίδι του αρρωσταίνει βαριά και πεθαίνει. Η Conchita μαθαίνει μόνο κάποιες αόριστες πληροφορίες και αρνείται να το πιστέψει αποφασίζοντας να τον περιμένει. Τελικά, περιμένει 35 ολόκληρα χρόνια ώσπου κάποιος Άγγλος ταξιδιώτης επιβεβαιώνει το τι έχει συμβεί. Τότε εκείνη που πλέον έχει φτάσει τα 52 παίρνει την απόφαση να μπει σε μοναστήρι.

Σε όλη την ταινία υπήρξαν δυο σκηνές που με εντυπωσίασαν. Η μια είναι όταν οι δυο τους κάνουν έρωτα. Η ταινία είναι γυρισμένη από θεατρική παράσταση και η συγκεκριμένη σκηνή είναι λίγο ατμοσφαιρική. Και επειδή είναι κάπως δύσκολο να το περιγράψω θα ανεβάσω το βιντεάκι ( δε μπόρεσα να κόψω μονό το κομμάτι που ήθελα οπότε μόνο τα πρώτα 4 λεπτά είναι σχετικά). Μου άρεσε πως ο σκηνοθέτης κατάφερε να αναδείξει την ερωτική πράξη χωρίς να την δείξει στην ουσία. Δεδομένου ότι το έργο ανέβηκε πριν από 25 χρόνια σε μια χώρα όπου η λογοκρισία κυριαρχούσε σε όλους τους τομείς νομίζω ήταν μια πολύ ωραία προσέγγιση.
Η δεύτερη είναι ακριβώς μετά τον αρραβώνα τους, λίγο πριν φύγει ο Riazanov, όταν αποχαιρετά την κοπέλα, ουσιαστικά για πάντα. Ακολουθεί η επόμενη σκηνή μαζί με το καταπληκτικό τραγούδι τους. Βάζω πιο κάτω την μετάφραση.


Riazanov: Θα με ξυπνήσεις τα χαράματα,
θα βγεις ξυπόλυτη να με ξεπροβοδίσεις
Ποτέ δεν θα με ξεχάσεις
Ποτέ δεν θα με ξαναδείς

Conchita: (Spanish)
Riazanov: Εκείνη...κλαίει?
Μεταφραστής: Όχι, το αντίθετο. Λέει: "Το ξέρω. Όσο πιο σύντομα φύγεις, τόσο πιο γρήγορα θα είσαι πίσω για να ενωθούμε αιώνια. Πόσο δεν θέλω να φύγεις! Πόσο πολύ θέλω να φύγεις σύντομα! Πάρε με, αγαπημένε μου, μαζί σου. Θα είμαι τα πανιά στο ταξίδι σου και με την καρδιά μου θα προβλέπω την καταιγίδα. Νομίζω πως σε χάνω..."

Riazanov: Μέσα στον πυρετό της αρρώστιας
Δεν θα σκέφτομαι πλέον το ταξίδι και το χρήμα
Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ
Και πλέον δεν θα σε ξαναδώ

Conchita: Yo te quero, te amo!
Μεταφραστής: Λέει ότι...
Riazanov: Δεν χρειάζεται! Το κατάλαβα!!!

Conchita: Καλύπτοντάς σε από την αρρώστια
Θα σκεφτώ "Θεέ μου, παντοδύναμε!"
Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω
Ποτέ δεν θα σε ξαναδώ

Μαζί: Και θα τρεμουλιάσουν κάπου στο ανόητο ύψος
Δυο φράσεις που ήρθαν από το πουθενά
Ποτέ δεν θα σε ξαναδώ
Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω

Riazanov: Ποτέ δεν θα σε ξαναδώ
Conchita: Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω

Riazanov: Ποτέ δεν θα σε ξαναδώ
Conchita: Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω

Riazanov: Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω
Conchita: Ποτέ δεν θα σε ξαναδώ

Riazanov: Ποτέ δεν θα σε ξαναδώ
Conchita: Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω
Riazanov: Ποτέ δεν θα σε ξαναδώ

Το αποκορύφωμα είναι το τελευταιο κομμάτι, από εκεί όπου ο Riazanov βγάζει από το κεφάλι της κοπελας την καθολική δαντελένια εσάρπα και της δένει ένα απλό μαντίλη με των τρόπο που το δένανε οι απλές κοπέλες στην Ρωσία εκείνη την εποχή. Είναι απλός απίστευτη η ερμηνεία, βλέπεις στο πρόσωπό του πόσο πολύ υποφέρει...Σε αγκίζει μέχρι το βάθος της ψυχής! Όσες φορές είδα το βεντεάκι τόσες έκλαψα...

Από ότι διάβασα κάπου το 2000 οι δυο ερωτευμένοι τελικά ενώθηκαν σε μια συμβολική πράξη. Ο σερίφης της μικρής καλιφορνέζικης πόλης στην οποία βρίσκεται ο τάφος της Conchita έφερε στο Κρασνογιάρσκ όπου είναι θαμμένος ο Riazanov μια χούφτα χώμα από τον τάφο της και ένα τριαντάφυλλο για να τα ακουμπήσει στον λευκό σταυτό στον οποίο από την μια μεριά έχει χαραχθεί "Δεν θα σε ξαναδώ ποτέ" και από την άλλη "Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ"

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

Ain't no sunshine

Ξύπνησα το πρωί με αυτό το υπέροχο κομμάτι να γυρίζει συνέχεια στο μυαλό...



Ain't no sunshine when she's gone
It's not warm when she's away
Ain't no sunshine when she's gone
And she's always gone too long anytime she goes away

Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

Chuva...


Ένα βαρετό απόγευμα. Ζέστη αποπνικτική. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στο διάβασμα αλλά τελικά το παρατάω. Παίρνω τηλέφωνα φίλους, μπας και κανονίσουμε κανένα καφεδάκι στα γρήγορα αλλά όλοι διαβάζουν για την εξεταστική που πλησιάζει.

Και μιας και δεν βρήκα παρέα αποφάσισα να πάω για πρώτη φορά στη ζωή μου σινεμά μόνη μου. Ομολογώ πως πάντα το θεωρούσα πολύ θλιβερό. Αρκετές φορές έχει τύχει να σηκώνομαι στο τέλος της ταινίας, να κατευθύνομαι προς την έξοδο συζητώντας παράλληλα με κάποια φίλη και να βλέπω την ίδια στιγμή να βγαίνει από την αίθουσα μια κοπέλα εντελώς μόνη. Για κάποιον παράξενο λόγο πάντα τα λυπόμουν αυτά τα άτομα. Ίσως γιατί εγώ η ίδια φοβάμαι τη μοναξιά...Πολύ...

Τελικά η βραδιά αποδείχτηκε εντελώς αντίθετο από ότι την περίμενα. Και η μόνη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό για να την χαρακτηρίσω είναι σουρεάλ. Έφτασα στην Muntplein, κλείδωσα το ποδήλατό μου πάνω σε μια γέφυρα, προσέχοντας όπως πάντα να μη πέσουν τα κλειδιά μέσα στο κανάλι και κατευθύνθηκα να βρω τον κινηματογράφο, μιας και δεν είχα ξαναπάει στο συγκεκριμένο.

Μου πήρε λίγη ώρα μέχρι να το βρω, όχι όμως επειδή βρισκόταν σε κάποιο άγνωστο δρόμο, κάθε άλλο. Όμως πέρασα τρεις φορές απ' έξω, χωρίς να καταλάβω ότι ήταν αυτό. Στην πραγματικότητα δεν ήταν απλώς ένα σινεμαδάκι σαν τα άλλα. Βρέθηκα να ανεβαίνω τα σκαλιά ενός κινηματοθεάτρου. Το κτήριο ήταν πολύ παλιό, αλλά όπως με κανένα κτήριο στο Άμστερνταμ έτσι και με αυτό δεν μπορώ να προσδιορίσω ούτε προσεγγιστικά την ηλικία του. Και αυτό γιατί δίπλα δίπλα μπορεί να στέκονται δυο κτήρια ολόιδιας αρχιτεκτονικής με διαφορά ηλικίας διακοσίων χρονών! Μπήκα λοιπόν μέσα και αναζήτησα το μηχάνημα πώλησης εισιτηρίων. Μάταια όμως, δεν υπήρχε! Αντί αυτού υπήρχε το κλασικό ταμείο με τζαμάκι, σαν αυτά που βλέπεις στο σινεμά σε κάποια παλιά γαλλική ταινία. Όμως ήταν κλειστό. Προχώρησα εσωτερικό, σε ένα μεγάλο χολ. Ήταν σαν να μεταφέρθηκα σε θέατρο του 18ου αιώνα. Χαμηλά φώτα, τείχη με επένδυση από σκούρο ξύλο, στη μέση μια μεγάλη μαρμάρινη σκάλα και παντού κόκκινο χαλί, αλλά όχι αυτό το ψεύτικο που έχει στο Village. Αυτό εδώ ήταν πιο πολύ σαν αντίκα. Σχεδόν μπορούσες να δεις να περπατάνε πάνω του κυρίες της υψηλής κοινωνίας με τα μακριά φορέματα συνοδευόμενες από τους κυρίους με μαύρα φράκα. Ρώτησα έναν κύριο που φορούσε μια παλιά στολή λες και βγήκε από παλιά ταινία και αυτός γιατί ήταν κλειστό ταμείο και που μπορούσα να βγάλω εισιτήριο. Μου είπε ότι διοργανώνονταν ένας γάμος στην μεγάλη αίθουσα με το κόκκινο χαλί(!) και για αυτό κλείσανε το ταμείο. Για να βγάλω εισιτήριο έπρεπε να βγω από την κεντρική είσοδο και να περπατήσω γύρω στα πενήντα μέτρα μέχρι την πίσω είσοδο του κτηρίου. Ακολούθησα τις οδηγίες και βρέθηκα σε ένα χολ αρκετά μικρότερο από το προηγούμενο μπροστά σε ένα ολόιδιο ταμείο. Το fancy πολύχρωμο χαρτάκι του εισιτηρίου δεν ταίριαζε καθόλου στο τριμμένο γκρι μάρμαρο όπου το ακούμπησε η κοπέλα με την παλιά στολή. "Zaal 3" έγραφε πάνω. Περίεργο. Δεν είδα πουθενά να λέει αριθμό αίθουσας. Η κοπέλα μάλλον αντιλήφθηκε την απορία μου και άρχισε να μου εξηγεί πως θα βρω την αίθουσα. Χρειάστηκε να περάσω από αμέτρητους διαδρόμους, να ανέβω και να κατέβω σκάλες και να περάσω από το μεγάλο χολ με τους ξύλινους τοίχους. Περίεργη διαδρομή, μπερδεμένη. Τελικά βρέθηκα στην σκοτεινή αίθουσα και βούλιαξα στην τεράστια πολυθρόνα. Η ταινία ήταν ασπρόμαυρη, σαν παλιά. Η αίθουσα μισογεμάτη. Στο τέλος έμεινα λίγη ώρα, μέχρι να αδειάσει, έπαιζε και ωραία μουσική και ήθελα να την ακούσω μέχρι το τέλος. Βγαίνοντας είπα να κόψω δρόμο και να περάσω από την αίθουσα με το κόκκινο χαλί. Ήταν γεμάτη καλοντυμένο κόσμο, το τζιν μου ήταν ιδιαίτερα αταίριαστο. Στην γωνία μια μπάντα έπαιζε ένα μελωδικό κομμάτι και στο κέντρο η νύφη και ο γαμπρός χορεύανε. Σκέφτηκα πόσο ασυνήθιστο είναι να παντρεύεται κανείς σε ένα κινηματοθέατρο.

Βγήκα έξω και με έκπληξη είδα ότι έβρεχε καταρρακτωδώς! Αυτό δεν το είχα υπολογίσει! Όταν έφευγα ούτε που σκέφτηκα να πάρω αδιάβροχο, αφού ο καιρός ήταν απλά τέλειος. Αρχικά είπα να περιμένω λίγο μπας και σταματούσε. Όμως αυτή την εποχή βρέχει σπάνια και για αρκετή ώρα, έτσι προτίμησα να γυρίσω σπίτι. Ξεκίνησα λοιπόν να τρέχω προς το ποδήλατό μου. Άκουσα δυο τύπους που στέκονταν κάτω από ένα υπόστεγο να χαζογελάνε πίσω από την πλάτη μου και τους αγνόησα. Μέχρι να φτάσω στο ποδήλατο τα πόδια μου είχαν ήδη βραχεί. Άναψα τα φωτάκια και ξεκίνησα να φύγω άρων άρων. Η καταιγίδα φαινόταν να χειροτερεύει. Αστραπές και βροντές από παντού και εγώ είχα μισή ώρα δρόμο μπροστά.


Εκείνη τι στιγμή σαν να άλλαξε ξαφνικά κάτι για μένα. Δεν είχε νόημα να προσπαθώ να αποφύγω την βροχή, αφού έτσι και αλλιώς θα γινόμουν μούσκεμα. Έκοψα απότομα ταχύτητα και σήκωσα το πρόσωπό μου προς τον ουρανό να υποδεχτώ την βροχή. Άφησα τις σταγόνες να κυλήσουν στα μάγουλα και το λαιμό μου. Ένιωθα το νερό να στάζει από τις βλεφαρίδες και τα μαλλιά μου και μια περίεργη γεύση από βροχή και χώμα στο στόμα μου. Χαμογέλασα. Αισθάνθηκα μια απέραντη ελευθερία, σαν να ήμουν πάλι μικρό κοριτσάκι που διασκέδαζε με τις μικρές σκανδαλιές του. Η βροχή ξέπλενε την κούραση και το άγχος τον τελευταίων ημερών. Ξεγύμνωνε την ψυχή μου ολόκληρη αφήνοντάς την ακάλυπτη, απροστάτευτη. Επέλεξα πιο μακρινή αλλά απείρως ομορφότερη διαδρομή μέσα από τα κανάλια. Δεν βιαζόμουν πλέον. Είχα όλο το χρόνο του κόσμου δικό μου.

Παρασκευή 15 Μαΐου 2009

Diamonds and Rust



Πως τα φέρνει η ζωή και ξαφνικά μαθαίνεις για πρόσωπα του παρελθόντος που νόμιζες πως δεν θα ξανάκουγες ποτέ ξανά για αυτά... Αναμνήσεις...Νοσταλγείς τις ανέμελες μέρες όταν εκείνα που σου φαίνονταν βουνό εύχεσαι τώρα να ήταν τα μεγαλύτερα προβλήματά σου. Όταν ερχόσουν Παρασκευή μεσημέρι από το σχολείο, πετούσες στη γωνία την σχολική σου τσάντα και φορώντας σταράκια με κόκκινα κορδόνια και τζιν σκισμένο στα γόνατα έφευγες για το άπειρο ακούγοντας τη μάνα σου να φωνάζει από πίσω "Πάλι δεν έφαγες μεσημεριανό?!". Τριγυρνούσες στα στενάκια της γειτονιάς, ροκ μπαλάντες στο walkman, χαμένη στις σκέψεις. Ανυπομονούσες για την πενθήμερη που θα πήγαινες με τα υπόλοιπα φιλαράκια στην Γ' λυκείου. Σχεδίαζες πως θα κατακτούσες εκείνο το ωραίο αγόρι που σου άρεζε από καιρό. Και το βράδυ που γυρνούσες κλειδωνόσουν στο δωμάτιό σου και έγραφες στο ημερολόγιο μέχρι να σε πάρει ο ύπνος... Πόσο αργά κυλούσε ο χρόνος...

Και να σου που πέρασε και η εκδρομή και οι πανελλήνιες και πλέον στέκεσαι μπροστά στην είσοδο του πανεπιστημίου με έναν τεράστιο κόκκινο φάκελο με την πολύτιμη βεβαίωση πρόσβασης μέσα. Αυτό το μαγικό χαρτάκι που ήταν το κλειδί σου για τον ολόκληρο φανταστικό κόσμο που λέγεται φοιτητική ζωή. Στέκεσαι λίγο χαμένη, με έναν κόμπο στο λαιμό, διστάζεις αλλά τελικά αποφασίζεις να χτυπήσεις την πόρτα του. Σφίγγεις τη γροθιά μέσα στην τσέπη σου, μπαίνεις δειλά-δειλά και σύντομα συνειδητοποιείς πως όλα είναι στο χέρι σου και πως τα κατάφερες περίφημα... Και εκεί αρχίζει... Καινούριος κόσμος, καινούριες παρέες, καινούρια ζωή. Ξενύχτια, κραιπάλες, εκδρομές, ταβερνάκια, μπαράκια, βόλτες ατέλειωτες στην παραλία, νύχτες με κιθάρες στα κάστρα, όλα γυρίζουν μπροστά στα μάτια σου χωρίς να καταλαβαίνεις πόσο γρήγορα περνάνε. You are a dancin' queen! Πλέον, ούτε που θυμάσαι το αγόρι εκείνο που σου άρεζε κάποτε. Καινούριοι έρωτες, καινούρια φιλιά, χαμόγελα, χωρισμοί και δάκρυα. Τέσσερα χρόνια γεμάτα συγκινήσεις... Μόνο τα σταράκια σου και οι ροκ μπαλάντες (πλέον σε MP3) παραμένουν αναλλοίωτα.

Δεν έχεις προλάβει να καταλάβεις για πότε φόρεσες το καλό σου φορεματάκι και ανέβηκες στη σκηνή του αμφιθεάτρου τελετών να παραλάβεις το πτυχίο σου από τα χέρια του πρύτανη. Από κάτω οι δικοί σου σε καμαρώνουν και ψιθυρίζουν "Μπράβο το κορίτσι μας!" Και εσύ στέκεσαι εκεί και πάλι χαμένη με έναν κόμπο στο λαιμό όχι και τόσο σίγουρη πια για το τι κατάφερες τελικά...

Πιάνεις δουλειά σε μια μικρή εταιρία, εννοείται πως δουλεύεις υπερωρίες αλλά και άλλοι το ίδιο δεν κάνουν; Δεν είναι αυτό που είχες ονειρευτεί για τον εαυτό σου εκείνη τη πρώτη μέρα, μπροστά στην πόρτα της γραμματείας. Όλα γίνονται μια ρουτίνα, μια γκρίζα καθημερινότητα. Από' δω και πέρα κάπως έτσι θα είναι τα πράγματα. Θα σηκώνεσαι κάθε πρωί να πας στο γραφείο, θα κουράζεσαι και στο τέλος του μήνα (ΑΝ είσαι τυχερή!) θα παίρνεις το μισθό σου ο οποίος θα εξαφανίζεται πριν πάρεις τον επόμενο. Θα πηγαίνεις και διακοπές στην Χαλκιδική μια βδομάδα κάθε Αύγουστο και μετά ξανά τα κεφάλια μέσα για έναν χρόνο. Θα νευριάζεις με την κίνηση στους δρόμους και την ουρά στην τράπεζα...

Μια μέρα γνωρίζεις έναν άντρα. Εκείνος, όχι ιδιαίτερα ωραίος με την κλασική κοιλίτσα του Έλληνα που έχει περάσει τα τριανταπέντε, αλλά τουλάχιστον σε κάνει να χαμογελάς λίγο περισσότερο. Μπορεί και να σ'αγαπάει με τον τρόπο του. Δουλεύει σε κάποια δημόσια υπηρεσία, σίγουρος μισθός δηλαδή. Όταν μετά από κάνα δυο χρόνια σου προτείνει να μείνετε μαζί δεν το σκέφτεσαι και πολύ, αφού δεν τον βρήκες τον πρίγκηπα τόσα χρόνια μάλλον θα συμβιβαστείς. Ούτως ή άλλως έχουν περάσει τα χρόνια... Δεν είσαι πια για μεγάλους έρωτες. Παίρνετε ένα στεγαστικό και αγοράζετε μικρό διαμερισματάκι κοντά στη δουλεία του. Τα βράδυα βλέπετε τηλεόραση. Από το παράθυρο της κουζίνας το μόνο που μπορείς να δεις είναι η απέναντι πολυκατοικία ενώ εκείνο του σαλονιού βγαίνει σε κεντρικό δρόμο με πολύ καυσαέριο και θόρυβο. Συνεχίζεις να δουλεύεις σε εκείνη την εταιρία, αλλά τώρα έχεις και έναν άντρα να φροντίσεις. Βλέπεις τις λίγες φίλες σου πιο σπάνια πλέον, έχεις παρατήσει και εκείνο το γυμναστήριο που πήγαινες κάποτε. Κάποια στιγμή ανακοινώνεις στους δικούς σου ότι παντρεύεσαι. Όλοι ξεφυσάνε με ανακούφιση. Καλείς όλες τις φίλες και τους συγγενείς σου και παριστάνεις πως είσαι ευτυχισμένη. Κάποιοι σε πιστεύουν...

Τα χρόνια περνάνε ακόμα πιο γρήγορα πλέον. Εκείνη η λευκή τούφα στα μαλλιά σου που κάποτε την θεωρούσες γοητευτική έχει επεκταθεί. Βάφεις τα μαλλιά σου κόκκινα, σαν να δίνεις χρώμα στην μουντή καθημερινότητα.

Ένα απόγευμα πετυχαίνεις στο ταμείο του σούπερ μάρκετ μια συμμαθήτριά σου. Βγαίνετε για καφέ, θυμάστε τα παλιά. Γυρνάς σπίτι θλιμμένη. Ψάχνεις σε κάτι μουχλιασμένες κούτες στο πατάρι, βρίσκεις του κουτί με τα λίγα πράγματα που έχεις κρατήσει από το σχολείο. Όλα είναι εκεί. Βάζεις την κασέτα με τις ροκ μπαλάντες να παίζει, διαβάζεις το παλιό σου ημερολόγιο. Σαν να μπήκες σε μηχανή του χρόνου και μεταφέρθηκες σε εκείνες τις ανέμελες μέρες όταν εκείνα που σου φαίνονταν βουνό εύχεσαι τώρα να ήταν τα μεγαλύτερα προβλήματά σου. Θυμάσαι και το αγόρι το ωραίο που σου άρεζε κάποτε. Τι να κάνει άραγε; Ο άντρας σου γυρνώντας το βράδυ σε βρίσκει να κοιμάσαι στον καναπέ αγκαλιά με τα σταράκια σου...

We both know what memories can bring
They bring diamonds and rust...


Δευτέρα 11 Μαΐου 2009


Δεν θα καταλάβεις ποτέ πόσο πολύ με πληγώνεις… Δε ξέρω στ’αλήθεια τι με πληγώνει περισσότερο, η κουβέντα σου ή η σιωπή σου… Εκείνο το βλέμμα σου, το γεμάτο θυμό και περιφρόνηση… Και εγώ προσπαθώ και παλεύω με τα άγρια κύματα της διάθεσής σου… Και κάθε φορά που υψώνω τα μάτια μου για να σε αντικρίσω, βλέπω το βλέμμα σου σαν να συναντώ ένα τοίχος μπροστά μου και μάταια χτυπιέμαι πάνω του. Νιώθω τον πανικό να με καταβάλλει και να πνίγομαι… Αισθάνομαι τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Και το μόνο που με σπρώχνει μπροστά σε αυτόν τον αγώνα είναι η ελπίδα πως κάποια μέρα θα αντικρίσω ένα χαμόγελο αποδοκιμαστικό… Θέλω τόσο να σου αποδείξω πως μπορώ να τα καταφέρω, όμως μάταια. Έχουν ματώσει τα δάχτυλά μου, πιάνομαι από όπου μπορώ για να μη πέσω. Σύντομες κουβέντες, σχεδόν ανύπαρκτα χαμόγελα, σπάνια αγγίγματα...


Δεν θα δεις ποτέ πως η στάση σου με έχει κάνει όλα αυτά που πάντα φοβόμουν πως θα γίνω… Και αυτό είναι και το πιο λυπηρό από όλα, ότι τελικά άθελά μου και ίσως χωρίς να το θέλεις ούτε και εσύ κατάφερες να με κάνεις να σου μοιάσω. Χωρίς να το καταλάβω έφτασα στην κορυφή του τοίχου. Και τώρα; Παίρνω βαθιά ανάσα κλείνω τα μάτια και πέφτω στο κενό. Και όσο πέφτω σκέφτομαι πως για άλλη μια φορά σου αποδεικνύω πως μπορώ...

Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009



Ξύπνησα στην αγκαλιά σου. Το κεφάλι μου βαραίνει το μπράτσο σου και τα χέρια μου περασμένα γύρω από το σώμα σου. Τα μαλλιά μου ανακατεμένα με τα δικά σου, όπως και τα σώματά μας, μπλεγμένα μεταξύ τους. Χθες ξεχάσαμε να κλείσουμε τα στόρια και ο ανοιξιάτικος ήλιος έχει πλημμυρίσει όλο το δωμάτιο. Παρακολουθώ το πρόσωπό σου. Ξέρω κάθε χιλιοστό της εικόνας σου γιατί έχω περάσει αμέτρητα πρωινά σαν και αυτό βλέποντάς σε να κοιμάσαι. Κάθε φορά νιώθω να με γεμίζει τρυφερότητα, θέλω να σε σφίξω στην αγκαλιά μου μα φοβάμαι μη σε ξυπνήσω.

Προσεκτικά ξεγλιστράω από το κρεβάτι μας, φοράω μια ρόμπα και πάω στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Κοιτάω έξω από το παράθυρο όση ώρα χτυπάω τον αφρό με το κουταλάκι. Το παράθυρό μας βλέπει σε έναν μεγάλο κήπο όπου βγαίνουν και άλλα σπίτια, ολόιδια με το δικό μας. Ακούγεται το κελάιδισμα των πουλιών και κάπου στο βάθος διακρίνεις τους ήχους της πόλης που άργησε να ξυπνήσει μετά το χθεσινοβραδινό γλέντι. Φωνές και κουδουνίσματα από τα αμέτρητα ποδήλατα. Ένας από τους γείτονες κάθεται στο περβάζι και παρακολουθεί δυο παιδιά να παίζουν με τα αυτοκινητάκια τους. Του χαμογελάω λίγο αμήχανα και μου ανταποδίδει το χαμόγελο.

Πίνω τον καφέ μου αργά με μεγάλες γουλιές. Δεν τον πέτυχα αλλά δεν με πειράζει. Στο μυαλό μου προσπαθώ να φτιάξω ένα σχέδιο για τη μέρα. Ακούω από την κρεβατοκάμαρα κάποιον θόρυβο, μάλλον ξύπνησες και εσύ. Σε δυο λεπτά βλέπω το κεφάλι σου να μπαίνει από την μισάνοιχτη πόρτα της κουζίνας. Έρχεσαι, με αγκαλιάζεις από την μέση και μου δίνεις ένα φιλί στο μάγουλο. Σε κοιτάω στα μάτια:

- Μ’αγαπάς;
- Σε λατρεύω!
- Πολύ;
- Άπειρα!
- Αλήθεια;
- Ναι.
- Πόσο;
- Ως τα αστέρια και ξανά πίσω!

Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Θέλω να μου χαρίσεις κάτι


Πριν από μερικά χρόνια έφτιαχνα ένα δώρο σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο. Πάντα μου άρεζε να βάζω και ποιήματα μέσα στα δώρα αντί για αφιέρωση. Αρκεί να βρεις κάτι που να σε εκφράζει. Έτσι λοιπόν πέρασα αρκετές μέρες ξεφυλλίζοντας ποιητικές συλλογές και ψάχνοντας στο διαδίκτυο. Κάποια στιγμή λοιπόν βρήκα το παρακάτω ποίημα. Έχουν περάσει χρόνια και το έχω διαβάσει άπειρες φορές. Κάθε φορά με μαγεύει και με συγκινεί αφάνταστα. Αυτή η παιδική αθωότητα σου φέρνει δάκρυα στα μάτια...Σε κάνει και εσένα ξανά παιδί... :)


- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.

- Ό,τι θες.

- Ό,τι θέλω; Τ' ορκίζεσαι;

- Στ' όρκίζομαι.

- Είναι δύσκολο.

- Δεν πειράζει.

- Είναι ακριβό.

- Δεν με νοιάζει.

- Είναι σπάνιο.

- Τόσο το καλύτερο.

- Είναι επικίνδυνο.

- Δεν φοβάμαι.

- Μπορεί να καείς άμα το πιάσεις.

- Θα γίνω νερό να σβήσω την φωτιά.

- Μπορεί να σου γλιστρήσει απ' τα χέρια και να φύγει.

- Θα το ξαναπιάσω.

- Μπορεί να πάει πολύ μακριά.

- Θα το κυνηγήσω.

- Μπορεί να χαθεί στον ουρανό.

- Θα γίνω πουλί να το ψάξω.

- Μπορεί να βυθιστεί στη θάλασσα.

- Θα γίνω αγκίστρι να το πιάσω.

- Μπορεί να πνιγεί στο σκοτάδι.

- Θα περιμένω τα χαράματα.

- Μα μπορεί να διαλυθεί ως τότε.

- Θα φέρω τ' άστρα να φωτίσουν πιο νωρίς.

- Είναι τόσο μικρό, δεν θα μπορέσεις να το πιάσεις.

- Θα ζητήσω σ' ένα μυρμήγκι να με βοηθήσει.

- Κι αν είναι μεγάλο σαν σπίτι;

- Θα φέρω γερανό.

- Κι αν είναι μεγάλο σαν βουνό;

- Θα φέρω ένα γερανό πιο μεγάλο από βουνό.

- Υπάρχει;

- Θα τον φτιάξω.

- Που ξέρεις να φτιάχνεις γερανούς;

- Δεν ξέρω.

- Τότε;

- Τότε θα μάθω.

- Από που;

- Από τα βιβλία.

- Κι αν δεν το λένε τα βιβλία;

- Θα βρω τον γέροντα που φτιάχνει γερανούς.

- Κι αν έχει πεθάνει;

- Θα βρω τον άλλον γέροντα.

- Ποιον άλλον γέροντα;

- Εκείνον που ξέρει όλα τα βότανα.

- Όλα τα βότανα;

- Όλα τα χόρτα και τα μικρά άνθη του αγρού.
Ξέρει τι μάγια κρύβουν.

- Και πως θα φέρει εκείνος το βουνό;

- Όχι εκείνος, εγώ. Θα μου δώσει βότανα να πιω,
να γίνω τόσο δυνατός,
που θα μπορέσω να το σηκώσω το βουνό.

- Εμένα θα μπορείς να με πάρεις αγκαλιά;

- Πάντα.

- Τώρα.

- Τώρα. Έλα, τι θέλεις;

- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.

- Ό,τι θέλεις.

- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ' ορκίζεσαι;

- Στ' ορκίζομαι.

- Θέλω,... θέλω κάτι που δεν υπάρχει πουθενά.

- Να το φτιάξουμε.

- Με τι;

- Με τι θέλεις;

- Δεν ξέρω.

- Να το φτιάξουμε με ξύλο καρυδιάς και χρυσά καρφιά.

- Όχι, όχι δεν είναι έτσι.

- Να το φτιάξουμε με πούπουλα και ψίχουλα,
με σταγόνες και γαργαλήματα
και να του βάλουμε ένα κλειδί να το κουρδίζεις.

- Όχι, όχι, δεν θέλω κλειδί.

- Γιατί;

- Μπορεί να το χάσω.

- Θα στο κρεμάσω στον λαιμό.

- Μπορεί να χαθώ κι εγώ.

- Θα έρθω να σε βρω.

- Κι αν δεν μπορείς να με βρεις;

- Θα μπορέσω.

- Κι αν είναι σκοτάδι;

- Θ' ανάψω κερί.

- Κι αν λιώσει το κερί;

- Ως τότε θα σ' έχω βρει.

- Κι αν όχι;

- Θα ψάχνω ώσπου να σε βρω.

- Πόσο θα ψάχνεις;

- ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!

- Τι θα πει για πάντα;

- Ότι Σ' ΑΓΑΠΩ!

- Κι εγώ τι θα κάνω ώσπου να με βρεις;

- Μπορείς να κοιμηθείς.

- Που;

- Κάτω από μια μυρσινιά.

- Που έχει μυρσινιές;

- Παντού.

- Έχει και λιοντάρια παντού;

- Όχι.

- Που έχει λιοντάρια;

- Στην ζούγκλα.

- Είναι κοντά η ζούγκλα;

- Πολύ μακριά. Στην άλλη άκρη του κόσμου...

- Δεν μπορούν να έρθουν εδώ ποτέ;

- Ποτέ.

- Τ' ορκίζεσαι;

- Στ' ορκίζομαι.

- Ξέχασα τι θα πει για πάντα.

- Θα πει ότι σ' αγαπώ.

- Πόσο;

- Ως τον ουρανό.

- Ναι, ναι. Να κοιμηθώ τώρα;

- Ναι.

- Θα με πάρεις αγκαλιά;

- Ναι.

- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι.

- Ό,τι θέλεις.

- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ' ορκίζεσαι;

- Ναι.

Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Σάββατο 28 Μαρτίου 2009


'Ολη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
κοντά στη θάλασσα, στο νησί.
'Ησουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.

'Ισως πολύ αργά
ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά,
στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.

'Ισως το όνειρό σου
χωρίστηκε από το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με έψαχνε
όπως πρώτα
όταν δεν υπήρχες ακόμα,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλάι σου,
και τα μάτια σου έψαχναν
αυτό που τώρα
- ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό -
σου δίνω με γεμάτα χέρια,
γιατί εσύ είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.

Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα, ενώ
η σκοτεινή γη γυρίζει
με ζωντανούς και νεκρούς,
και σαν ξύπνησα ξάφνου
καταμεσής στη σκιά
το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.

Κοιμήθηκα μαζί σου
και ξύπνησα με το στόμα σου
βγαλμένο από τον ύπνο
να μου δίνει τη γεύση από τη γη,
από τη θάλασσα, από τα φύκια,
από το βάθος της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να έφθανε
από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.

Pablo Neruda

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Παραμύθι δίχως τέλος...


Ήταν ένα από εκείνα τα ζεστά βράδυα του καλοκαιριού που εάν βρίσκεσαι στην πόλη νιώθεις τον αέρα να σε πνίγει. Η ατμόσφαιρα καίει και προσπαθείς να κρυφτείς στην σκιά των ολιγοστών δέντρων ή στην δροσιά ενός κλιματιζόμενου δωματίου.

Άν όμως βρίσκεσαι δίπλα στην θάλασσα αισθάνεσαι το δροσερό αεράκι να σε χτυπάει στο πρόσωπο, αφήνοντας αλμυρή γέυση στα χείλη. Και όταν έρχεται η νύχτα τα αστέρια λάμπουν σαν εκκατομύρια πυγολαμπίδες. Αν είσαι τυχερός μπορεί να δεις και κανένα να πέφτει και για χιλιοστή φορά θα στεναχορεθείς που δεν πρόλαβες να κάνεις την ευχή σου.

Εκείνος κοιτούσε έξω από το παράθυρό του την θάλασσα. Πόσο απέραντη και γαλήνια ήταν πάντα. Κοιτούσε τον ήλιο να πέφτει, έτσι κόκκινος που ήταν. Γιατί να πρέπει να πέφτει αναρωτιόταν πάντα... Ο παππούς του έλεγε κάποτε ότι αυτό γινόταν για να μπορούν και οι άνθρωποι στην άλλη άκρη της γης να τον χαίρονται. Έτσι απλώς λιαζόταν απολαμβάνοντας τα τελευταία λεπτά της ημέρας πριν η νύχτα κυριαρχίσει και τα πάντα βυθιστούν στο σκοτάδι. Σύντομα οι διακοπές θα τελείωναν και θα γυρνούσε πίσω στην πόλη, όπου τον περίμενε η ανιαρή καθημερινότητα. Προς το παρόν χαιρόταν που δεν είχε τίποτα να κάνει και μπορούσε απλώς να κάθεται εκεί και να χαζεύει τον ήλιο.

Ήταν ένα βράδυ όπως όλα τα υπόλοιπα. Ατένιζε τον ορίζοντα απολαμβάνοντας την ήσυχη ατμόσφαιρα του δειλινού. Τίποτα δεν φαινόταν να ταράζει αυτή την ηρεμία. Μονάχα μερικοί λευκοί γλάροι και κάνα δυο περαστικοί. Ο ήλιος ακόμα καθρεφτιζόταν στην θάλασσα, σε λίγο όμως θα άγγιζε την επιφάνειά της, θα αγκαλιάζονταν και θα χανόταν.

Ξαφνικά άκουσε βήματα. Ή μάλλον τα διαισθάνθηκε, τόσο ανάλαφρα ήταν. Σε λίγη ώρα είδε μια κοπέλα. Δεν μπορούσε να πει πως ήταν όμορφη, όμως είχε φανταστικά κόκκινα μαλλιά πιασμένα με μια πολύχρωμη κορδέλα. Υπήρχε ένα φως γύρω της, κάτι που τραβούσε το βλέμμα του σαν μαγνήτης. Η κοπέλα πλησίασε τη θάλασσα και έβρεξε τα πόδια της. Ο ήλιος έπαιζε στα μαλλιά της και το φως γύρω της την έκανε να μοιάζει με νεράιδα.

Στα μάτια του νεαρού φάνταζε σαν πλάσμα μαγικό, τόσο διαφορετικό από όλα τα κορίτσια που είχε γνωρίσει. Ήθελε να πάει κοντά της και να της μιλήσει όμως δεν τολμούσε, δίσταζε, σκεφτόταν τη θα της έλεγε, 'επρεπε να πει κάτι έξυπνο, ίσως κάτι για τα μαλλιά της. Εκείνη θα του χάριζε ένα φευγαλέο χαμόγελο και θα έστρεφε το βλέμμα της στον ορίζοντα. Θα κάθονταν στα βράχια δίπλα-δίπλα, βουτώντας τα πόδια τους στο δροσερό νερό και θα μιλούσαν για βελούδινες καλοκαιρινές νύχτες, όταν το σκοτάδι σε τυλίγει και τα αστέρια είναι τόσο λαμπερά, όπως είναι μόνο δίπλα στη θάλασσα. Εκείνη θα ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του και θα άφηνε τον ήλιο να χαϊδεύει το πρόσωπό της. Τον ήλιο που μέχρι τότε τον απολάμβανε μόνος του αυτά τα τελευταία καλοκαιρινά βράδια, υα τον μοιράζονταν. Είναι ωραίο να μοιράζεσαι...Ένιωσε μια γλυκιά ζάλη, σαν από κρασί...

Ο ήχος του κύματος τον έκανε να συνέλθει από το όνειρο. Ο ήλιος σχεδόν είχε πέσει στην θάλασσα. Έψαξε με τα μάτια του να την βρει όμως είχε χαθεί... Σαν οπτασία... Ήρθε και έφυγε... Οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου είχαν κιόλας χαθεί. Σιγά σιγά όλα βυθίζονταν στο σκοτάδι...

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

La soledad




Just close your eyes and follow the music...